Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αυτό το χρώμα

  • 1 φέρνω

    (αόρ. έφερα, παθ. αόρ. (ε)φέρθηκα) 1. μετ.
    1) нести, носить; везти, возить;

    φέρνω μέσα — вносить; — ввозить;

    φέρνω πίσω — возвращать, отдавать; — относить; — отвозить;

    φέρνω κοντά — приближать;

    2) см. φέρω 5;
    3) приводить; приглашать, вызывать;

    φέρνω (τον) γιατρό — вызывать врача;

    φέρνω μάρτυρα — с) приглашать в качестве свидетеля; — б) перен. брать в свидетели;

    § φέρνω τον κατακλυσμό — сильно преувеличивать трудности, опасности;

    ο λόγος το φέρνει — просто так, между прочим;

    όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος — погов, год тих, а час лих;

    2. αμετ. быть похожим, походить на...; иметь сходство с...; смахивать на... (разг);

    φέρν του πατέρα μου — походить на отца;

    αυτό το χρώμα φέρνει στο κόκκινο — этот цвет похож на красный; — этот цвет ударяет в красный (разг)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φέρνω

  • 2 κόβω

    (παθ. αόρ. κόπηκα) 1. μετ.
    1) резать, разрезать; рассекать; срезать, отрезать, обрезать; 2) прям., перен. рвать, разрывать;

    κόβω τίς σχέσεις — разрывать отношения;

    3) рвать, срывать (цветы, фрукты);
    4) урезать, сокращать, уменьшать; δεν έκοψε οδτε λεπτό он не сделал скидки ни на одну лепту; 5) обрезать, порезать, поранить; 6) стричь (волосы, ногти);

    κόβ τα μαλλιά μου — стричься;

    7) кроить (одежду, обувь);
    8) рубить (лес); 9) чеканить (монету); 10) молоть, размалывать (кофе и т. п.); 11) бросить, прекращать (курение и т. п.); 12) прекращать подачу (воды, газа и т. п.), перекрывать (воду, газ и т. п.); отрезать (свет); 13) назначать (сумму);

    κόβ τιμή — назначать, определять цену;

    14) отнимать, отбивать (охоту к чему-л.);

    κόβ την όρεξη — отбивать аппетит;

    κόβω την δίψα — утолять жажду;

    15) резать, причинять боль; жать (о ботинках и т. п.);

    τό σχοινί μού κόβει τα δάχτυλα — верёвка режет пальцы;

    16) απρόσ.:

    τί σε κόβει; — какое тебе дело?;

    αυτό με κόβει πολύ — это меня очень интересует;

    πόσο κόβει αυτό; — сколько это стоит?;

    § κόβω καρφιά — дрожать от холода;

    κόβω χρήματα ( — или παράδες) — много зарабатывать;

    κόβω δρόμο — а) срезать путь;

    б) покрывать большое расстояние; много ходить;

    κόβω δεξιά (αριστερά) — поворачивать вправо (влево);

    κόβω πολλές ψευτιές — много врать;

    κόβω καί ράβω — а) самовольничать, делать всё, что заблагорассудится; — б) много болтать;

    του κόψανε χίλιες δραχμές μισθό ему назначили жалованье тысячу драхм;

    αυτή η δουλειά κόβει γόνατα — эта работа валит с ног;

    εδώ μας έκοψε το κρύο здесь нас насквозь пронизал холод;
    μου κοψες το αίμα (или τη χολή) ты меня здорово напугал; με κόψανε στα χαρτιά маня обставили в карты; 2. αμετ. резать, быть годным для рёзанья;

    δεν κόβει το μαχαίρι — нож не режет;

    § κόβει το μυαλό ( — или τό κεφάλι) του — он хорошо соображает, голова у него хорошо работает;

    κόβει η γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;

    έκοψε το γάλα молоко свернулось;
    έκοψε το κρασί вино прокисло; τό χρώμα έκοψε краска вылиняла; έκοψε το κρύο (ο αέρας) холод (ветер) спал; κόφτο! прекрати!; κόφτο από δώ уходи отсюда, убирайся, проваливай;

    κόβομαι

    1) — надрываться, стараться изо всех сил;

    κόβομαι όλη την ημέρα στα τρεξίματα — быть целый день в бегах;

    2) важничать, надуваться;
    3) успокаиваться, стихать (о ветре, буре); κόπηκε ο άνεμος ветер стих; 4) ухаживать (за женщиной); интересоваться (женщинами); 5) обрезаться, порезаться; κόπηκα στο ξύρισμα я брился и порезался; 6) прекращаться, истощаться, иссякать; κόπηκε η αναπνοή μου у меня перехватило дыхание; κόπηκε η φωνή μου у меня пропал голос; κόπηκε η όδρεξή μου у меня пропал аппетит; κόπηκαν τα πόδια μου или μου κόπηκαν τα πόδια у меня отнялись ноги, я без ног (от усталости); 7) сокращаться, уменьшаться; μου κόπηκε ο πυρετός температура у меня понизилась; 8) рваться, лопаться; § μου κόπηκαν τα ήπατα а) я здорово испугался; б) мой силы иссякли; μου κόπηκαν τα γόνατα ноги у меня подкосились; κόπηκα στα εξοδα я понёс большие расходы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κόβω

См. также в других словарях:

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • καναρίνι — (Serinous canarius canarius). Στρουθιόμορφο σποροφάγο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενές των Καναρίων νήσων, των Αζορών και της Μαδέρας. Τα κ. εισήχθησαν στην Ισπανία το 1478, μετά την κατάκτηση των Κανάριων νήσων από τους Ισπανούς, οι… …   Dictionary of Greek

  • χακί — το, Ν 1. ανοικτόφαιο χρώμα, παραπλήσιο με το χρώμα τού χώματος σε διάφορες αποχρώσεις 2. ύφασμα με αυτό το χρώμα χρησιμοποιούμενο κυρίως για στρατιωτικές στολές 3. μτφ. α) στρατιωτική στολή («ντύθηκε στο χακί») β) ο στρατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • γκρενά — 1. το χρώμα τού καρπού τής ροδιάς 2. πολύτιμος λίθος με αυτό το χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (γαλλ. grenat < λατ. granatum «ρόδι»] …   Dictionary of Greek

  • αλασμίδες — (alasmidae). Μαλάκια της οικογένειας των μυακιδών. Έχουν παχύ κοχύλι, εξογκωμένο δίθυρο, κολοβό στην κορυφή. Όλα τα είδη α. ζουν σε γλυκά νερά και κυρίως σε ποτάμια και λίμνες. Είναι ζωοτόκα. Τα μικρά τους μεγαλώνουν μέσα στα βράγχια του μητρικού …   Dictionary of Greek

  • λερώνω — λέρωσα, λερώθηκα, λερωμένος 1. μτβ., βρομίζω, λεκιάζω: Λέρωσα το τετράδιό μου με μελάνι. 2. μτφ., ντροπιάζω, κηλιδώνω: Με όνομα λερωμένο δε θα βρεις ποτέ δουλειά. 3. αμτβ., βρομίζομαι, ρυπαίνομαι: Αυτό το χρώμα λερώνει εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»